- ετυμολογώ
- (ε) 1. μετ. давать, определить этимологию (слова);2. αμετ. заниматься этимологией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετυμολογώ — ετυμολογώ, ετυμολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ετυμολογώ — (ΑΜ ἐτυμολογῶ, έω) [ετυμολόγος] αναλύω μια λέξη και βρίσκω την ετυμολογία της («Πλάτων δ ἐν κρατύλῳ ἐτυμολογῶν τὸν οἶνον οἰόνουν αὐτόν φησιν εἶναι», Αθήν.) συνάγω, συμπεραίνω κάτι από την ετυμολογία … Dictionary of Greek
ετυμολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ζητώ και βρίσκω την ετυμολογία λέξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτυμολογῶ — ἐτυμολογέω argue from etymology pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐτυμολογέω argue from etymology pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετυμολογώ — έω, Μ [ἐτυμολογῶ] μαζί με άλλον έτυμολογώ, βρίσκω τη ρίζα και την αρχική σημασία μιας λέξης … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek
ετυμηγορώ — ἐτυμηγορῶ έω, (Α) [ετυμηγόρος] 1. λέω την αλήθεια 2. ετυμολογώ, παράγω («ἐτυμηγορῶ ἀπὸ αἰτίας ὄvoμα», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… … Dictionary of Greek
ετυμολόγημα — το η ετυμολογία μιας λέξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
μεταγλωττώ — μεταγλωττῶ (Μ) 1. μεταγλωττίζω 2. ετυμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω, κατά τα συνηρημένα ρήματα] … Dictionary of Greek